μεσοπλευρίων

μεσοπλευρίων
μεσοπλεύριος
between the ribs
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • πλευροδυνία — η, Ν ιατρ. πόνος τής επιφάνειας τού θώρακα και ιδίως τών μεσοπλεύριων διαστημάτων, που οφείλεται σε πάθηση τών ενδοθωρακικών οργάνων ή σε νευραλγία μεσοπλεύριου νεύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ, πρβλ. αγγλ. pleurodynia (< πλευρά + οδύνη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”